νωπός — ή, ό (Μ νωπός, ή, όν) 1. (κυριολ. και μτφ.) φρέσκος, πρόσφατος (α. «νωπό κρέας» β. «νωπές ειδήσεις») 2. (για καρπούς και άνθη) αυτός που κόπηκε προ ολίγου, φρεσκοκομμένος 3. (για έδαφος) αυτός που σκάφτηκε πρόσφατα 4. αυτός που δεν έχει ακόμη… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
δροσερός — ή και ά, ό (AM δροσερός, ά, όν) 1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί») 2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα») 3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα») νεοελλ. Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο») II. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ερσήεις — ἑρσήεις, εσσα, εν και επικ. τ. ἐερσήεις, εσσα, εν και δωρ. ἑρσάεις, εσσα, εν (Α) [έρση] 1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών») 2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος … Dictionary of Greek
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek
καμπάδικος — η, ο 1. (για υφάσματα) χονδρός, σκληρός 2. (για λάχανα) α) παχύς, σαρκώδης β) νωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. τουρκ. kaba «χονδρός» + κατάλ. άδ ικος, πρβλ. κουβαρντ άδ ικος, ραγι άδ ικος] … Dictionary of Greek
μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… … Dictionary of Greek
νεαλής — νεαλής, ές (Α) 1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα 2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός 3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία 4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος 5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος 6. αυτός … Dictionary of Greek